Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ανοσοκύτταρα [ἀνοσοκύτταρα] α-νο-σο-κύτ-τα-ρα ουσ. (ουδ.) (τα): ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος. Βλ. λεμφο-, λευκο-κύτταρα, μακροφάγα.

λεμφο- & λεμφ-

λεμφο- & λεμφ-: α' συνθετικό που αναφέρεται στη λέμφο ή το λεμφικό σύστημα: λεμφο-κύτταρα. Λεμφ-αγγεία/~αδένες.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.