Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αντίδωρο [ἀντίδωρο] α-ντί-δω-ρο ουσ. (ουδ.) & (λαϊκό) αντίδερο 1. ΕΚΚΛΗΣ. μικρό κομμάτι αγιασμένου άρτου που μοιράζεται στο εκκλησίασμα μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας. Βλ. αρτοκλασία, λειτουργιά, πρόσφορο. 2. (μτφ.-λόγ.) ανταπόδοση δώρου: ~ αγάπης. [< μεσν. αντίδωρον]

αρτοκλασία

αρτοκλασία [ἀρτοκλασία] αρ-το-κλα-σί-α ουσ. (θηλ.): ΕΚΚΛΗΣ. τελετή κατά την οποία ο ιερέας ευλογεί πέντε άρτους, οι οποίοι μοιράζονται στο εκκλησίασμα μετά την απόλυση: ~ υπέρ υγείας. Θεία Λειτουργία/πανηγυρικός εσπερινός μετ' ~ας.|| (συνεκδ., οι ευλογημένοι άρτοι) Αντίδωρα/πρόσφορα και ~ες. [< μεσν. αρτοκλασία]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  info@academyofathens.gr

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.