αντίθεση [ἀντίθεση] α-ντί-θε-ση ουσ. (θηλ.) 1. διαφορά μεταξύ συγκρουόμενων, ασυμβίβαστων μεταξύ τους εννοιών ή καταστάσεων: ~ λόγων-έργων. (Μεγάλη) ~ ανάμεσα στο παλιό και στο καινούργιο. Πβ. αντιδιαστολή.|| Κοινωνικές/ταξικές ~έσεις (και ανισότητες).|| Τολμηρές χρωματικές ~έσεις. (σε οθόνη) Υψηλή/χαμηλή ~ (: διαφορά της φωτεινότητας μεταξύ των χρωμάτων). Έλεγχος/ρύθμιση ~ης. ΣΥΝ. κοντράστ.|| (ΦΙΛΟΣ.) Θέση, ~ και σύνθεση (: το δεύτερο στάδιο μιας διαλεκτικής διαδικασίας). Δυαδικές ~έσεις.2. διαφωνία, εναντίωση, αντιπαράθεση: ~ απόψεων (= διάσταση)/συμφερόντων. Ιδεολογικές ~έσεις. Ήρθε σε (ευθεία) ~ με ... Διατύπωσε/εξέφρασε την (πλήρη/ριζική) ~ή του προς την/στην απόφαση (πβ. αντίρρηση). Αμβλύνονται/οξύνονται οι ~έσεις. Μέτρο που προκάλεσε/πυροδότησε ~έσεις (= αντιδράσεις).3. ΦΙΛΟΛ. σχήμα λόγου βασιζόμενο στην παράθεση αντίθετων εννοιών ή νοημάτων (π.χ. ευχάριστος και δυσάρεστος): ~ λέξεων. ● ΦΡ.: σε αντίθεση με/προς & (λόγ.) εν αντιθέσει προς/κατ' αντίθεση προς: αντίθετα με: ~ ~ με ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν, τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει. ΣΥΝ. σε αντιδιαστολή με/προς [< 1,2: αρχ. ἀντίθεσις, γαλλ. antithèse, αγγλ. antithesis 3: γερμ. Antithese]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.