Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αντίχριστος, αντίχριστη [ἀντίχριστος] α-ντί-χρι-στος ουσ. (αρσ. + θηλ.) 1. ΕΚΚΛΗΣ. πρόσωπο που εχθρεύεται τον Χριστό και τον χριστιανισμό: αιρετικοί/αντίθεοι και ~οι.|| (ως επίθ.) ~ες: δυνάμεις. Βλ. άθεος, άπιστος, ασεβής. ΑΝΤ. φιλόχριστος 2. (σπάν.-κυρ. παλαιότ.) για άνθρωπο σκληρό, άσπλαχνο: Τη βασανίζει ο ~!Αντίχριστος (ο): ΕΚΚΛΗΣ. εχθρός του Χριστού που, σύμφωνα με την Αποκάλυψη, θα εμφανιστεί πριν από τη συντέλεια του κόσμου, θα ενσαρκώσει το μίσος και την αχρειότητα και θα κυριαρχήσει στη Γη μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία, ο Διάβολος. Πβ. Βεελζεβούλ, Εωσφόρος, σατανάς. [< μτγν. ἀντίχριστος]

άθεος

άθεος, η, ο [ἄθεος] ά-θε-ος επίθ./ουσ. {-ων (λόγ.) -έων} 1. που δεν πιστεύει στην ύπαρξη Θεού και γενικότ. οποιασδήποτε θεότητας: ~οι: διανοούμενοι/υλιστές/φιλόσοφοι. ~ εκ πεποιθήσεως. Πβ. αθεϊστής. Βλ. αγνωστικιστής, άπιστος, θεϊστής. ΑΝΤ. θρήσκος, πιστός (1) 2. {μόνο ως επίθ.} που αναφέρεται στην αθεΐα: ~η: εποχή. ~ες: αντιλήψεις. 3. (μειωτ.) που δεν πιστεύει στον Χριστό, αντίχριστος: τα αντιχριστιανικά κείμενα των ~ων. Βλ. άπιστος. [< αρχ. ἄθεος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.