Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ανταμώνω [ἀνταμώνω] α-ντα-μώ-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {αντάμω-σα, -θηκα} (λαϊκό): συναντώ ή συναντιέμαι με κάποιον: Είναι υπέροχο να ~εις ανθρώπους με ποιότητα.|| Μου αρέσει να ~ με φίλους. (ευχετ.) Καλώς ~σαμε και καλό χειμώνα! ~σαν στην πλατεία (: συναντήθηκαν). Πβ. σμίγω, (συν)απαντώ. [< μεσν. ανταμώνω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.