ανταποδίδω [ἀνταποδίδω] α-ντα-πο-δί-δω ρ. (μτβ.) {ανταπέδω-σα, ανταποδώ-σει, ανταποδό-θηκε, ανταποδίδ-οντας} & (σπάν.-προφ.) ανταποδίνω: ενεργώ ή συμπεριφέρομαι ανάλογα με τη συμπεριφορά της οποίας γίνομαι αποδέκτης: ~ (σε κάποιον) την επίσκεψη/τις ευχές (πβ. αντεύχομαι)/τα πυρά/τον χαιρετισμό (ΣΥΝ. αντιχαιρετώ)/το χτύπημα. Σ' ευχαριστώ και ~. ~ει με το ίδιο νόμισμα (= τα ίσα). ~σε το κακό/το καλό/την τιμή που της έκαναν. ~σε την αγάπη/εμπιστοσύνη που της έδειξε. Η φιλοφρόνηση ~θηκε άμεσα. Πβ. (ξε)πληρώνω. ● ΦΡ.: ανταποδίδω/αποδίδω τα ίσα & τα όμοια (σε κάποιον): κάνω σε κάποιον ό,τι μου έκανε, συνήθ. κάτι κακό. Πβ. αντεκδικούμαι, πατσίζω. ΣΥΝ. παίρνω το αίμα μου πίσω/πίσω το αίμα μου, πληρώνω κάποιον με το ίδιο νόμισμα [< αρχ. ἀνταποδίδωμι, μεσν. ανταποδίνω]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.