Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • αντηχεί [ἀντηχεῖ] α-ντη-χεί ρ. (αμτβ.) {αντήχ-ησε} 1. (για ήχο που) ακούγεται δυνατά ή/και μακριά: Ακόμα ~ στ' αυτιά μου η φωνή του. Μια κραυγή ~ησε (μέσα) στο δάσος. Οι πυροβολισμοί/τα τύμπανα ~ούσαν.|| (μτφ.) Το μήνυμά του ~ (: έχει απήχηση) ακόμη στις μέρες μας. 2. (για χώρο που) ανακλά τον ήχο, προκαλεί αντήχηση: Ο διάδρομος ~ησε από τα γέλια. Πβ. αντι-βουίζει, -λαλεί. [< αρχ. ἀντηχῶ]
  • αντηχείο [ἀντηχεῖο] α-ντη-χεί-ο ουσ. (ουδ.): ΜΟΥΣ. ηχείο. [< γαλλ. résonateur]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.