Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αντιβακτηριακός , ή, ό [ἀντιβακτηριακός] α-ντι-βα-κτη-ρι-α-κός επίθ. & αντιβακτηριδιακός: ΦΑΡΜΑΚ. που αποτρέπει την ανάπτυξη βακτηρίων: ~ή: προστασία. ~ό: σαπούνι/στοματικό διάλυμα. ~ές: ιδιότητες (βλ. απολυμαντικές). ~ά: φάρμακα. (ως ουσ.) Ήπιο ~ό. Βλ. αντιμικροβιακός, αντιμυκητιασικός. [< γαλλ. antibactérien, αγγλ. antibacterial]

αντιμικροβιακός

αντιμικροβιακός, ή, ό [ἀντιμικροβιακός] α-ντι-μι-κρο-βι-α-κός επίθ.: που εξοντώνει, καταπολεμά τα μικρόβια: ~ή: θεραπεία/προστασία. ~ό: διάλυμα. ~οί: παράγοντες (π.χ. στη συντήρηση τροφίμων). Πβ. αντι-βακτηριακός, -μυκητιασιακός. ● Ουσ.: αντιμικροβιακά (τα) {σπανιότ. στον εν.}: ΦΑΡΜΑΚ. τα αντίστοιχα φάρμακα. [< αγγλ. antimicrobic, 1910, γαλλ. antimicrobien]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.