Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αντιδάνειο [ἀντιδάνειο] α-ντι-δά-νει-ο ουσ. (ουδ.): ΓΛΩΣΣ. λέξη που έχει εισαχθεί ως δάνειο σε μία ή περισσότερες γλώσσες και επιστρέφει στην αρχική, συνήθ. διαφοροποιημένη ως προς τη μορφή ή και τη σημασία: π.χ. μπουτίκ: αρχ. ἀποθήκη > λατ. apotheca, ιταλ. bottega > πρoβηγκιανό bοtica > γαλλ. boutique. Βλ. ελληνογενής ξένος όρος, μεταφραστικό δάνειο. [< γερμ. Rückwanderer]

ελληνογενής

ελληνογενής, ής, ές [ἑλληνογενής] ελ-λη-νο-γε-νής επίθ. (λόγ.): που έχει ελληνική προέλευση ή καταγωγή: ~ής: ξένος όρος (π.χ. μικρόβιο· βλ. αντιδάνειο)/πληθυσμός. Βλ. -γενής.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.