Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αντικαθιστώ [ἀντικαθιστῶ] α-ντι-κα-θι-στώ ρ. (μτβ.) {αντικαθιστ-άς ... | αντικατέστη-σα, αντικαταστή-σει, αντικαθίσταται, αντικαταστά-θηκε, αντικατεστημένος, αντικαθιστ-ώντας} & (προφ.) αντικατασταίνω: βάζω ή τοποθετώ κάτι ή κάποιον στη θέση άλλου: ~ τον ηλεκτρικό θερμοσίφωνα με ηλιακό (πβ. αλλάζω).|| (για πρόσ.) Ποιος θα τον ~σει (: θα πάρει τη θέση του) όσο λείπει; Τον ~σαν προσωρινά. Παίκτης που ~θηκε λόγω τραυματισμού. Πβ. αναπληρώνω, υποκαθιστώ. [< αρχ. ἀντικαθίστημι, γαλλ. remplacer]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.