Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αντιλαμβάνομαι [ἀντιλαμβάνομαι] α-ντι-λαμ-βά-νο-μαι ρ. (μτβ.) {αντιλήφθηκε (λόγ. αντελήφθη, μτχ. αντιληφθ-είς, -είσα, -έν), αντιλαμβαν-όμενος} (λόγ.) 1. καταλαβαίνω, έχω συναίσθηση, συνειδητοποιώ: ~ ένα λάθος/πρόβλημα. ~ ότι βρίσκεσαι σε δύσκολη θέση. Πώς ~εσαι τη φράση ... (πβ. εννοώ); Δεν ξέρω αν με ~εσαι. Δεν σε ~. Είναι νέος ακόμη και δεν ~εται τον κίνδυνο (πβ. συναισθάνομαι, υπολογίζω). Οι άνθρωποι ~ονται τη ζωή με διαφορετικό τρόπο. Δεν μπόρεσα να ~ηφθώ τι εννοούσε. Πβ. κατανοώ, συλλαμβάνω. 2. κατανοώ με τις αισθήσεις: Ξεγλίστρησε χωρίς να τον ~ηφθούν. Πβ. ανακαλύπτω, παίρνω είδηση. [< αρχ. ἀντιλαμβάνομαι]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.