Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αντιμάχομαι [ἀντιμάχομαι] α-ντι-μά-χο-μαι ρ. (μτβ.) {μόνο σε ενεστ. κ. παρατ.}: αντιτίθεμαι σε ή σπανιότ. πολεμώ ενάντια σε κάποιον ή κάτι: ~ τις απόψεις/αρχές/ιδέες (κάποιου). Το καλό ~εται το κακό. Πβ. ανταγωνίζομαι, αντι-παλεύω, -στρατεύομαι, -τάσσομαι. ΑΝΤ. προασπίζω, υπεραμύνομαι ● Μτχ.: αντιμαχόμενος , η, ο {συνηθέστ. στον πληθ.}: ~ες: παρατάξεις. ~α: στρατόπεδα/συμφέροντα. Υπογραφή συμφωνίας από τα ~α μέρη.|| (ως ουσ.) Και οι δύο ~οι υπέστησαν σοβαρές απώλειες. Πβ. εμπόλεμος. [< αρχ. ἀντιμάχομαι ‘μάχομαι εναντίον, αντιστέκομαι’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.