Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αντιπαθητικός , ή, ό [ἀντιπαθητικός] α-ντι-πα-θη-τι-κός επίθ.: που δημιουργεί αντιπάθεια: ~ός: χαρακτήρας. Η υπεροψία του τον κάνει ~ό στους άλλους. Βλ. απεχθής, απωθητικός, -παθητικός. ΣΥΝ. αντιπαθής, αχώνευτος (1) ΑΝΤ. συμπαθής, συμπαθητικός (1) [< μτγν. ἀντιπαθητικός 'που δεν είναι αδρανής', γαλλ. antipathique]

απεχθής

απεχθής, ής, ές [ἀπεχθής] α-πε-χθής επίθ. {απεχθ-ούς | -είς (ουδ. -ή)· απεχθέστ-ερος, -ατος} (απαιτ. λεξιλόγ.): απαίσιος, αποτρόπαιος, αποκρουστικός: ~ής: δολοφόνος. ~ής: πράξη/συμπεριφορά. ~ές: θέαμα. ~ή και βδελυρά/ειδεχθή/φρικτά εγκλήματα. Πβ. αντιπαθητ-, απωθητ-ικός, μισητός. ● επίρρ.: απεχθώς [-ῶς] (λόγ.) ● ΣΥΜΠΛ.: απεχθές χρέος βλ. χρέος [< αρχ. ἀπεχθής]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.