Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αντιπαράδειγμα [ἀντιπαράδειγμα] α-ντι-πα-ρά-δειγ-μα ουσ. (ουδ.): παράδειγμα που χρησιμοποιείται για να ανατρέψει μια θεωρία, μια υπόθεση, έναν ισχυρισμό: Απαντώ με ~. Βλ. αντ-απάντηση, -επιχείρημα, αντιπρόταση. [< αγγλ. counterexample, 1957, γαλλ. contre exemple, 1957]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.