Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αντιπυρετικός , ή, ό [ἀντιπυρετικός] α-ντι-πυ-ρε-τι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που καταπολεμά τον πυρετό: ~ή: δράση. ● Ουσ.: αντιπυρετικό (το) {συνηθέστ. στον πληθ.}: ΦΑΡΜΑΚ. η αντίστοιχη ουσία ή το φάρμακο: ~ σε σιρόπι/υπόθετο/χάπι. Παίρνω ~. Αναλγητικά και ~ά. [< γαλλ. antipyrétique, αγγλ. antipyretic]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.