Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αντισυλληπτικός , ή, ό [ἀντισυλληπτικός] α-ντι-συλ-λη-πτι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που προλαμβάνει ή μειώνει την πιθανότητα σύλληψης: ~ός: δακτύλιος. ~ή: προστασία/συσκευή (βλ. σπιράλ). ~ό: επίθεμα. Χημικές ~ές ουσίες. ● ΣΥΜΠΛ.: αντισυλληπτικό χάπι & (επίσ.) αντισυλληπτικό δισκίο: ΦΑΡΜΑΚ. σκεύασμα που περιέχει ορμόνες και αναστέλλει την ωορρηξία, προλαμβάνοντας τη σύλληψη: Παίρνω ~ ~. Συνδυασμένα ~ά ~ια (οιστρογόνων-προγεστερόνης). Πβ. αντισυλληπτικά, χάπι. [< αγγλ. contraceptive pill , γαλλ. pilule contraceptive (/anticonceptionnelle), 1957, διαδόθηκε περ. το 1970] [< αγγλ. contraceptive]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.