Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αντισυμβατικός , ή, ό [ἀντισυμβατικός] α-ντι-συμ-βα-τι-κός επίθ. 1. που αντιτίθεται στα καθιερωμένα πρότυπα, τις κοινωνικές συμβάσεις: ~ός: τρόπος σκέψης/χαρακτήρας. ~ή: προσωπικότητα/συμπεριφορά/σχέση. ~ό: πνεύμα. ~ές: ιδέες. Έργα πρωτότυπα, προκλητικά και ~ά. ΣΥΝ. αντικομφορμιστικός 2. ΝΟΜ. που είναι αντίθετος με τους όρους μιας σύμβασης: ~ή χρήση του ακινήτου. ● επίρρ.: αντισυμβατικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< αγγλ. anticonventional]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.