Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ανυπομονώ [ἀνυπομονῶ] α-νυ-πο-μο-νώ ρ. (μτβ.) {ανυπομον-είς ..., -ώντας· μόνο σε ενεστ. κ. παρατ.}: νιώθω ανυπομονησία για κάτι: ~ να βρεθούμε/γυρίσω πίσω/έρθει το καλοκαίρι. ~ούν πότε θα πάνε σπίτι τους. ΣΥΝ. αδημονώ, δεν βλέπω την ώρα να ..., λαχταρώ (1), μετράω τις μέρες/τις ώρες/τους μήνες [< μεσν. ανυπομονώ]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.