ανωμαλία [ἀνωμαλία] α-νω-μα-λί-α ουσ. (θηλ.) {ανωμαλιών} 1. ΙΑΤΡ. οργανική βλάβη, δυσλειτουργία: ανατομική/γενετική/γονιδιακή/εγκεφαλική/ορμονική/σωματική ~. ~ της ηπατικής λειτουργίας/της όρασης (λ.χ. μυωπία)/του οργανισμού. Αναπτυξιακές/βιοχημικές/διαθλαστικές/καρδιακές/λειτουργικές/μεταβολικές/μορφολογικές/χρωμοσωμικές (π.χ. σύνδρομο ντάουν) ~ες. Πβ. διαταραχή.2. (μτφ.) κάθε απόκλιση από τον κανόνα, τη νόρμα, από αυτό που θεωρείται φυσιολογικό: οικονομική/πολιτική/ψυχική (= ψυχ~) ~. Βαρυτικές/εσωτερικές/κλιματικές/μαγνητικές ~ες. Η ανυπόστατη φημολογία προκάλεσε ~ στην αγορά (πβ. ανα-στάτωση, -ταραχή). Το σύστημα λειτούργησε παρά την ~ που παρουσιάστηκε στο δίκτυο (πβ. ζημιά). Διαχειριστικές ~ες (πβ. παρατυπία).|| Σεξουαλικές ~ες. Βλ. βίτσιο, διαστροφή.|| (προφ.) Ε, ρε ~ που δέρνει τον κοσμάκη!3. {συνήθ. στον πληθ.} (για επιφάνεια) απουσία ομαλότητας και κατ' επέκτ. ανώμαλος σχηματισμός: εγκάρσιες/εδαφικές ~ες. Αποκατάσταση ~ών στο οδόστρωμα. ΑΝΤ. ομαλότητα ● ΣΥΜΠΛ.: γενετική/συγγενής ανωμαλία: ΙΑΤΡ. που υπάρχει εκ γενετής: σπάνια/συχνή ~ ~. Συγγενείς ~ες των νεφρών/του ουροποιητικού συστήματος. Πρόληψη γενετικών ~ών σε νεογέννητα. [< αγγλ. congenital abnormality] ● ΦΡ.: (γίνεται) της ανωμαλίας (νεαν. αργκό): για πρόκληση μεγάλης αναστάτωσης: Στην παραλία γινόταν ~ ~, πατείς με πατώ σε! Πβ. χαμός. [< αρχ. ἀνωμαλία 1,2: γαλλ. anomalie, αγγλ. anomaly]
βίτσιο
βίτσιοβί-τσιο ουσ. (ουδ.) (προφ.): κάθε ιδιόρρυθμη συμπεριφορά ή επιθυμία· ειδικότ. σεξουαλική διαστροφή: Έχει ~ με ... Έχει το ~ να ... Βλ. ανωμαλία, σακατιλίκι. [< μεσν. βίτσιον < ιταλ. vizio]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.