Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αξιολογώ [ἀξιολογῶ] α-ξι-ο-λο-γώ ρ. (μτβ.) {αξιολογ-είς ..., -ώντας | αξιολόγ-ησα, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ούμενος, -ημένος}: καθορίζω, εκτιμώ την αξία ή τη σημασία προσώπου ή πράγματος: ~ τις γνώσεις (πβ. κρίνω)/τις ενέργειες/την επίδοση (πβ. βαθμολογώ)/τις επιλογές/την προσπάθεια (κάποιου). ~ αρνητικά/θετικά/ποιοτικά ή ποσοτικά (κάποιον/κάτι). Τα αποτελέσματα της έρευνας ελέγχονται και ~ούνται. ~ήθηκε η επικινδυνότητα των μέτρων. Πρέπει να ~ηθούν όλες οι παράμετροι πριν από τη λήψη απόφασης. Αντικειμενικώς ~ούμενα προσόντα. Αξιολογητές και ~ούμενοι. ~ημένες: προτάσεις. ~ημένα: προγράμματα. Πβ. αποτιμώ. Βλ. επαν~, -λογώ. [< μεσν. αξιολογώ 'τιμώ', αγγλ. evaluate, γαλλ. évaluer]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.