απέρχομαι [ἀπέρχομαι] α-πέρ-χο-μαι ρ. (αμτβ.) {μτχ. απερχόμενος, -η, -ο | απ-ήλθα, απ-έλθει, μτχ. απελθ-ών, -ούσα, -όν} (λόγ.): φεύγω, αποχωρώ· κατ' επέκτ. εγκαταλείπω θέση, αξίωμα λόγω αποπομπής ή συνταξιοδότησης: ~ από μια εκδήλωση/την εργασία μου/μια σύσκεψη. (λογιότ.) ~ήλθε της αιθούσης. ΑΝΤ. (προσ)έρχομαι, φτάνω.|| ~ήλθε από το διοικητικό συμβούλιο. ~εται από την ενεργό υπηρεσία (πβ. αποσύρεται, συνταξιοδοτείται). ● Μτχ.: απελθών , ούσα, όν:Ο ~ πρόεδρος/υπουργός. Η ~ούσα διοίκηση., απερχόμενος , η, ο:Δηλώσεις/ομιλία του ~ου δημάρχου/πρύτανη. Η ~η Βουλή/δημοτική Αρχή/ηγεσία. Απολογισμός της θητείας της ~ης κυβέρνησης. ● ΦΡ.: ήλθε, είδε και απήλθε & ήλθον, είδον και απήλθον (ειρων.): για να δηλωθεί ότι κάποιος καλείται να βοηθήσει, αλλά αποχωρεί άπρακτος: ~ ~, χωρίς να δώσει κάποια λύση. Βλ. veni, vidi, vici., παρελθέτω/απελθέτω απ' εμού το ποτήριον τούτο βλ. ποτήριο [< αρχ. ἀπέρχομαι]
ποτήριο
ποτήριο πο-τή-ρι-ο ουσ. (ουδ.) & ποτήριον (λόγ.): ΕΚΚΛΗΣ. ποτήρι: το Άγιο ~ (= το άγιο/ιερό δισκοπότηρο). ● ΦΡ.: παρελθέτω/απελθέτω απ' εμού το ποτήριον τούτο (ΚΔ): για να δηλωθεί ότι κάποιος δεν επιθυμεί να αναλάβει κάτι που το θεωρεί δύσκολο ή δυσάρεστο: ~ ~. Δική σου η ευθύνη. Πβ. άπαγε απ' εμού. [< αρχ. ποτήριον]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.