Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • απαντοχή [ἀπαντοχή] α-πα-ντο-χή ουσ. (θηλ.) (λαϊκό-λογοτ.): προσδοκία, ελπίδα· στήριγμα: ~ και εγκαρτέρηση. Μέτρο που δίνει ~ στους εργαζόμενους. Πβ. προσμονή.|| (ΕΚΚΛΗΣ., για τον Θεό ή την Παναγία) ~ του κόσμου/των φτωχών. Πβ. βάλσαμο, παραμυθία, παρηγοριά.|| Η μόνη τους ~ είναι τα παιδιά τους. [< μεσν. απαντοχή]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.