Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • απαράμιλλος , η, ο [ἀπαράμιλλος] α-πα-ρά-μιλ-λος επίθ.: ασύγκριτος, ασυναγώνιστος (λόγω της ανωτερότητάς του): ~ος: ηρωισμός. ~η: γενναιότητα/ποιότητα. ~ο: ήθος/θάρρος/σθένος/φυσικό κάλλος. ~οι: αγωνιστές. ~ες: δυνατότητες. ~α: αριστουργήματα/έργα. Τοπίο ~ης ομορφιάς. ΣΥΝ. ανυπέρβλητος (2), άφθαστος & άφταστος (1), μοναδικός (2) ● επίρρ.: απαράμιλλα [< μεσν. απαράμιλλος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.