Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • απερίσκεπτος , η, ο [ἀπερίσκεπτος] α-πε-ρί-σκε-πτος επίθ. (λόγ.): που χαρακτηρίζεται από απερισκεψία, επιπόλαιος: (για πρόσ.) ~ος: οδηγός (πβ. απρόσεκτος). Πβ. άμυαλος, ανόητος, άφρων.|| ~η: συμπεριφορά. ~οι: χειρισμοί. ~ες: αντιδράσεις/απαντήσεις/δηλώσεις. ~α: λόγια. ~ες και ανώριμες πράξεις. Πβ. αστόχαστος, ασυλλόγιστος. ● επίρρ.: απερίσκεπτα & (λόγ.) απερισκέπτως [< αρχ. ἀπερίσκεπτος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.