Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αποδέχομαι [ἀποδέχομαι] α-πο-δέ-χο-μαι ρ. (μτβ.) {(λόγ.) αποδέχ-θηκα (προφ. -τηκα), (λόγ. απεδέχθη, μτχ. αποδεχθείς, -θείσα, -θέν), -θεί (προφ. -τεί), -όμενος} 1. δέχομαι προσφορά, απαντώ θετικά: ~ ένα βραβείο/μια πρόσκληση. ~ τον διορισμό/μια πρόταση. ~θηκε τη θέση του Προέδρου. ΑΝΤ. απορρίπτω (1), αρνούμαι (1) 2. συμφωνώ, παραδέχομαι: ~ μια απόφαση (βλ. επιδοκιμάζω)/τους κανόνες/τους όρους (πβ. ενστερν-, συμμερ-ίζομαι, υιοθετώ, ΑΝΤ. αντιτίθεμαι, εναντιώνομαι). (στη Βουλή) Εγείρονται/σηκώνουν το χέρι οι ~όμενοι την πρόταση. Δεν ~εται τις κατηγορίες που του προσάπτουν. Η επιτροπή ~θηκε την τροπολογία (πβ. προσυπογράφω). Ο πρωθυπουργός δεν απεδέχθη (= δεν έκανε δεκτή, δεν ενέκρινε) την παραίτηση του υπουργού του. ~ τα γεγονότα/μια κατάσταση. Αρνείται/δυσκολεύεται να ~θεί ότι ... Μαθαίνω να ~ (= δέχομαι, αναγνωρίζω) τα ελαττώματά μου. ~τηκε τη μοίρα του/την πραγματικότητα (= συμβιβάστηκε μαζί της). [< αρχ. ἀποδέχομαι]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.