αποδέχομαι [ἀποδέχομαι] α-πο-δέ-χο-μαι ρ. (μτβ.) {(λόγ.) αποδέχ-θηκα (προφ. -τηκα), (λόγ. απεδέχθη, μτχ. αποδεχθείς, -θείσα, -θέν), -θεί (προφ. -τεί), -όμενος} 1. δέχομαι προσφορά, απαντώ θετικά: ~ ένα βραβείο/μια πρόσκληση. ~ τον διορισμό/μια πρόταση. ~θηκε τη θέση του Προέδρου. ΑΝΤ. απορρίπτω (1), αρνούμαι (1) 2. συμφωνώ, παραδέχομαι: ~ μια απόφαση (βλ. επιδοκιμάζω)/τους κανόνες/τους όρους (πβ. ενστερν-, συμμερ-ίζομαι, υιοθετώ, ΑΝΤ. αντιτίθεμαι, εναντιώνομαι). (στη Βουλή) Εγείρονται/σηκώνουν το χέρι οι ~όμενοι την πρόταση. Δεν ~εται τις κατηγορίες που του προσάπτουν. Η επιτροπή ~θηκε την τροπολογία (πβ. προσυπογράφω). Ο πρωθυπουργός δεν απεδέχθη (= δεν έκανε δεκτή, δεν ενέκρινε) την παραίτηση του υπουργού του. ~ τα γεγονότα/μια κατάσταση. Αρνείται/δυσκολεύεται να ~θεί ότι ... Μαθαίνω να ~ (= δέχομαι, αναγνωρίζω) τα ελαττώματά μου. ~τηκε τη μοίρα του/την πραγματικότητα (= συμβιβάστηκε μαζί της). [< αρχ. ἀποδέχομαι]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.