Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αποδεκατίζω [ἀποδεκατίζω] α-πο-δε-κα-τί-ζω ρ. (μτβ.) {αποδεκάτι-σε, -στηκε (λόγ.) -σθηκε, -σμένος, αποδεκατίζ-οντας} : αφανίζω, εξοντώνω: Η πείνα ~σε τους κατοίκους της περιοχής. ~στηκαν από τις αρρώστιες/τις κακουχίες/τον πόλεμο. Πβ. εξολοθρεύω, θερίζω, ξεκληρίζω, ξεπαστρεύω, ρημάζω, τσακίζω.|| (κατ' επέκτ.) Δάση/ζώα που έχουν ~στεί/κινδυνεύουν να ~στούν.|| (σε αθλητικά κείμενα:) ~στηκε η ομάδα (: έχασε πολλούς παίκτες, κυρ. λόγω τραυματισμών)! [< μτγν. ἀποδεκατίζω, γαλλ. décimer]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.