αποθανών , ούσα, όν [ἀποθανών] α-πο-θα-νών επίθ./ουσ. {αποθαν-όντος (θηλ. -ούσης), -όντα | -όντες (ουδ. -όντα), -όντων} (επίσ.): πεθαμένος, νεκρός: ο ~ πρόεδρος. ~όντες: γονείς.|| (ως ουσ.) Η οικογένεια του ~όντος (= εκλιπόντος, μεταστάντος). Εις μνήμην των ~όντων (= τεθνεώτων· βλ. πεσόντων). Πβ. θανών. ● ΦΡ.: ο νεκρός/ο αποθανών δεδικαίωται βλ. δεδικαίωται [< μτχ. αορ. β’ του ρ. ἀποθνῄσκω]
δεδικαίωται
δεδικαίωται δε-δι-καί-ω-ται ρ. (αρχαιοπρ.): έχει δικαιωθεί· μόνο στη ● ΦΡ.: ο νεκρός/ο αποθανών δεδικαίωται & (σπάν.) ο τεθνεώς δεδικαίωται: μην κρίνεις αρνητικά κάποιον που έχει πεθάνει, μη σπιλώνεις τη μνήμη του. [αρχική σημ. στην ΚΔ, Πρὸς Ρωμαίους 6,7: ὁ γὰρ ἀποθανών δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας: ο νεκρός λυτρώνεται από την αμαρτία, δεν μπορεί πλέον να αμαρτήσει] [< αρχ. δικαιοῦμαι]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.