αποθνήσκω [ἀποθνήσκω] α-πο-θνή-σκω ρ. (αμτβ.) {απέθανε, αποθάνει, μτχ. αποθαν-ών, -ούσα, -όν} (αρχαιοπρ.): πεθαίνω. ● ΦΡ.: αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων βλ. αλλόφυλος, ο βασιλεύς απέθανε, ζήτω ο βασιλεύς! βλ. βασιλιάς [< αρχ. ἀποθνῄσκω]
αλλόφυλος
αλλόφυλος, η, ο [ἀλλόφυλος] αλ-λό-φυ-λος επίθ. (παρωχ.): που ανήκει σε διαφορετική φυλή ή έθνος: ~οι: εισβολείς.|| (συνήθ. ως ουσ.) Αφομοίωση/ένταξη ~ύλων. Κοινωνία που ανέχεται τον ~ο, τον αλλόγλωσσο, τον αλλόθρησκο. Πβ. αλλο-γενής, -εθνής. ΑΝΤ. ομόφυλος (2) ● ΦΡ.: αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων (ΠΔ): λέγεται όταν κάποιος επιλέγει να ζημιωθεί και ο ίδιος, προκειμένου να υποστούν βλάβη οι εχθροί του. [< αρχ. ἀλλόφυλος]
βασιλιάς
βασιλιάς βα-σι-λιάς ουσ. (αρσ.) {βασιλιάδες} & (επίσ.) βασιλέας, βασιλεύς {βασιλ-έως | -είς, -έων} 1. (κ. με κεφαλ. Β) (για άνδρα) ανώτατος ισόβιος άρχοντας ενός κράτους, που καταλαμβάνει την εξουσία, συνήθ. με κληρονομικό δικαίωμα: αυταρχικός/έκπτωτος/μυθικός/συνταγματικός ~. Ο πρώην/ο τέως ~. Η Αυτού Μεγαλειότης ο ~ της ... Τα ανάκτορα/η αυλή/ο θρόνος/το παλάτι/το σκήπτρο/το στέμμα/οι σύμβουλοι του ~ά. Βλ. αυτοκράτορας, ηγεμόνας, μονάρχης, συμβασιλέας, τσάρος, τύραννος.|| (ΜΥΘ.) Ο ~ των θεών και των ανθρώπων (= ο Δίας). Ο ~ του κάτω κόσμου (= ο Άδης). ΣΥΝ. άναξ 2. (μτφ.) κυρίαρχος σε έναν χώρο, έναν τομέα, ένα σύνολο: ο ~ των σπορ (: το ποδόσφαιρο).Ο ~ του ροκ εν ρολ/της φόρμουλα 1. Ο ~ των ζώων (: το λιοντάρι)/των πουλιών (: ο αετός). Πβ. άρχοντας, ηγέτης, κύριος.3. ΕΚΚΛΗΣ. (κ. με κεφαλ. Β, συνήθ. στον τ. βασιλεύς) ο Θεός: ο ~ των ουρανών/του σύμπαντος (κόσμου). Πβ. Κύριος.4. (στο σκάκι) το πιο σημαντικό πιόνι, που μπορεί να κινήσει ο παίκτης κατά ένα τετράγωνο προς οποιαδήποτε κατεύθυνση και που, αν το αιχμαλωτίσει ο αντίπαλος, κερδίζει την παρτίδα: ~, βασίλισσα, αξιωματικοί, άλογα, πύργοι, στρατιωτάκια. Βλ. πατ, ρουά1, σαχ.5. (σπάν., στην τράπουλα) ρήγας. Βλ. ντάμα. ● ΣΥΜΠΛ.: ο Βασιλεύς της Δόξης/των Αιώνων & των Βασιλέων: ΕΚΚΛΗΣ. ο Κύριος., ο Μέγας Βασιλεύς: ΕΚΚΛΗΣ. ο Ιησούς Χριστός., ο μαρμαρωμένος βασιλιάς βλ. μαρμαρώνω ● ΦΡ.: εκεί που και ο βασιλιάς πάει μόνος του (προφ.): στην τουαλέτα., ο βασιλεύς απέθανε, ζήτω ο βασιλεύς! (παλαιότ.): για να δηλωθεί άμεση διαδοχή ή αντικατάσταση., σαν βασιλιάς: με πλούτη και ανέσεις, πλουσιοπάροχα: Ζει/περνάει ~ ~ (= βασιλικά). Πβ. άρχοντας, πασάς. , βασιλικότερος του βασιλέως βλ. βασιλικός, ο βασιλιάς είναι γυμνός βλ. γυμνός ● βλ. βασίλισσα [< μεσν. βασιλιάς, αγγλ. king, γαλλ. roi] ΒΑΣΙΛΙΑΣ
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.