Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αποθνήσκω [ἀποθνήσκω] α-πο-θνή-σκω ρ. (αμτβ.) {απέθανε, αποθάνει, μτχ. αποθαν-ών, -ούσα, -όν} (αρχαιοπρ.): πεθαίνω. ● ΦΡ.: αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων βλ. αλλόφυλος, ο βασιλεύς απέθανε, ζήτω ο βασιλεύς! βλ. βασιλιάς [< αρχ. ἀποθνῄσκω]

αλλόφυλος

αλλόφυλος, η, ο [ἀλλόφυλος] αλ-λό-φυ-λος επίθ. (παρωχ.): που ανήκει σε διαφορετική φυλή ή έθνος: ~οι: εισβολείς.|| (συνήθ. ως ουσ.) Αφομοίωση/ένταξη ~ύλων. Κοινωνία που ανέχεται τον ~ο, τον αλλόγλωσσο, τον αλλόθρησκο. Πβ. αλλο-γενής, -εθνής. ΑΝΤ. ομόφυλος (2) ● ΦΡ.: αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων (ΠΔ): λέγεται όταν κάποιος επιλέγει να ζημιωθεί και ο ίδιος, προκειμένου να υποστούν βλάβη οι εχθροί του. [< αρχ. ἀλλόφυλος]

βασιλιάς

βασιλιάς βα-σι-λιάς ουσ. (αρσ.) {βασιλιάδες} & (επίσ.) βασιλέας, βασιλεύς {βασιλ-έως | -είς, -έων} 1. (κ. με κεφαλ. Β) (για άνδρα) ανώτατος ισόβιος άρχοντας ενός κράτους, που καταλαμβάνει την εξουσία, συνήθ. με κληρονομικό δικαίωμα: αυταρχικός/έκπτωτος/μυθικός/συνταγματικός ~. Ο πρώην/ο τέως ~. Η Αυτού Μεγαλειότης ο ~ της ... Τα ανάκτορα/η αυλή/ο θρόνος/το παλάτι/το σκήπτρο/το στέμμα/οι σύμβουλοι του ~ά. Βλ. αυτοκράτορας, ηγεμόνας, μονάρχης, συμβασιλέας, τσάρος, τύραννος.|| (ΜΥΘ.) Ο ~ των θεών και των ανθρώπων (= ο Δίας). Ο ~ του κάτω κόσμου (= ο Άδης). ΣΥΝ. άναξ 2. (μτφ.) κυρίαρχος σε έναν χώρο, έναν τομέα, ένα σύνολο: ο ~ των σπορ (: το ποδόσφαιρο). Ο ~ του ροκ εν ρολ/της φόρμουλα 1. Ο ~ των ζώων (: το λιοντάρι)/των πουλιών (: ο αετός). Πβ. άρχοντας, ηγέτης, κύριος. 3. ΕΚΚΛΗΣ. (κ. με κεφαλ. Β, συνήθ. στον τ. βασιλεύς) ο Θεός: ο ~ των ουρανών/του σύμπαντος (κόσμου). Πβ. Κύριος. 4. (στο σκάκι) το πιο σημαντικό πιόνι, που μπορεί να κινήσει ο παίκτης κατά ένα τετράγωνο προς οποιαδήποτε κατεύθυνση και που, αν το αιχμαλωτίσει ο αντίπαλος, κερδίζει την παρτίδα: ~, βασίλισσα, αξιωματικοί, άλογα, πύργοι, στρατιωτάκια. Βλ. πατ, ρουά1, σαχ. 5. (σπάν., στην τράπουλα) ρήγας. Βλ. ντάμα. ● ΣΥΜΠΛ.: ο Βασιλεύς της Δόξης/των Αιώνων & των Βασιλέων: ΕΚΚΛΗΣ. ο Κύριος., ο Μέγας Βασιλεύς: ΕΚΚΛΗΣ. ο Ιησούς Χριστός., ο μαρμαρωμένος βασιλιάς βλ. μαρμαρώνω ● ΦΡ.: εκεί που και ο βασιλιάς πάει μόνος του (προφ.): στην τουαλέτα., ο βασιλεύς απέθανε, ζήτω ο βασιλεύς! (παλαιότ.): για να δηλωθεί άμεση διαδοχή ή αντικατάσταση., σαν βασιλιάς: με πλούτη και ανέσεις, πλουσιοπάροχα: Ζει/περνάει ~ ~ (= βασιλικά). Πβ. άρχοντας, πασάς. , βασιλικότερος του βασιλέως βλ. βασιλικός, ο βασιλιάς είναι γυμνός βλ. γυμνός ● βλ. βασίλισσα [< μεσν. βασιλιάς, αγγλ. king, γαλλ. roi] ΒΑΣΙΛΙΑΣ

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.