Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • απολαβή [ἀπολαβή] α-πο-λα-βή ουσ. (θηλ.) 1. κέρδος, όφελος: δικαίωμα ~ής μερίσματος. Δεν αποβλέπει σε οικονομική, αλλά ηθική ~ (= ωφέλεια). 2. ΗΛΕΚΤΡΟΝ. ποσοστό ενίσχυσης ενός σήματος λόγω της κατευθυντικότητας της κεραίας: ~ ισχύος/τάσης. Έλεγχος/ρύθμιση ~ής. Ενισχυτής με (καλή/μικρή/υψηλή) ~.απολαβές (οι): μισθός και επιδόματα εργαζομένου: ακαθάριστες/ετήσιες/ικανοποιητικές/μηνιαίες/οικονομικές/πρόσθετες/υψηλές/χρηματικές ~. Αύξηση/μείωση των ~ών. Άδεια άνευ ~ών. ~ που ανέρχονται σε ... ευρώ. Πβ. αμοιβή. ΣΥΝ. αποδοχές [< μεσν. απολαβή - παλαιότ. ορθογρ. απολαυή]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.