απολεσθείς , είσα, έν [ἀπολεσθείς] α-πο-λε-σθείς επίθ. (επίσ.): χαμένος: ~είσα: ταυτότητα. ~είσες: αποσκευές/ώρες μαθημάτων. ~έντα: έγγραφα. Αναπλήρωση ~έντος εισοδήματος. Εύρεση ~έντων και κλαπέντων αντικειμένων.|| (ως ουσ.) Οι ~έντες του ναυαγίου. ● Ουσ.: απολεσθέντα (τα): τμήμα συνήθ. σε αεροδρόμιο για αντικείμενα που έχουν χαθεί ή δεν έχουν φτάσει στον προορισμό τους: Αναζήτηση αποσκευών στα ~. Γραφείο ~έντων. ● βλ. απολλύω [< αρχ. ἀπόλλυμι]
απολλύω
απολλύω [ἀπολλύω] α-πολ-λύ-ω ρ. (μτβ.) {εύχρ. μόνο στους τ. απώλε-σα, απολέ-σει, απωλέ-σθηκε (λόγ. -σθη, μτχ. απολε-σθείς, -σθείσα, -σθέν), απολε-σθεί} (επίσ.): χάνω: ~σε το αξίωμα/τις ελπίδες του/κάθε έννοια αξιοπρέπειας. Μετοχές που ~σαν το ...% της αξίας τους. ~σθη η ευκαιρία να ... Αντικείμενα που ~σθηκαν ή εκλάπησαν κατά τη μεταφορά.|| Οπλίτες που ~σθησαν κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων (= χάθηκαν, σκοτώθηκαν). ● ΦΡ.: μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι βλ. μωραίνω ● βλ. απολεσθείς [< αρχ. ἀπολλύω, ἀπόλλυμι]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.