Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


αποπολιτικοποιώ

αποπολιτικοποιώ[ἀποπολιτικοποιῶ] α-πο-πο-λι-τι-κο-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {αποπολιτικοποι-εί, -ησε, -ήσει, -ημένος} ΑΝΤ. πολιτικοποιώ 1. αίρω το πολιτικό στοιχείο, την πολιτική διάσταση από κάτι: Επιχειρούν να ~ήσουν τον σύλλογο. 2. προκαλώ αδιαφορία για την πολιτική και τις πολιτικές εξελίξεις: Νεολαία που τείνει να ~ηθεί. ~ημένη: κοινωνία. ~ημένο: εκλογικό σώμα. [< γαλλ. dépolitiser, 1939, αγγλ. depoliticize, 1937]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.