απορώ [ἀπορῶ] α-πο-ρώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {απορείς ... | απόρ-ησα, απορ-ώντας, -ημένος}: δεν μπορώ να κατανοήσω, να εξηγήσω κάτι, δεν είμαι βέβαιος· μένω έκπληκτος: ~ μαζί του/με σένα/με τον εαυτό μου. ~εί γιατί δεν τον ειδοποίησαν. ~ πού το έχει το μυαλό του. ~ούν αν θα είναι όλα έτοιμα στην ώρα τους. Πβ. αναρωτιέμαι, διερωτώμαι.|| ~ησε, μόλις τον είδε. ~ησαν με τις γνώσεις του. Πβ. εκπλήσσομαι, ξαφνιάζομαι, παραξενεύομαι. ● ΦΡ.: απορώ και εξίσταμαι (λόγ.-εμφατ.): δοκιμάζω ισχυρή έκπληξη, αδυνατώ να κατανοήσω κάτι: ~ ~ με αυτά που λέτε/με τη νοοτροπία σας., απορώ και θαυμάζω (εμφατ.): για να δηλωθεί μεγάλη απορία ή κατάπληξη: ~εί και ~ει την επινοητικότητα πολλών αρχαίων λαών., είναι να απορεί κανείς: είναι άξιο απορίας: ~ ~ για την αντοχή του. ~ ~ που δεν τα κατάφερε.|| Είναι να απορείς με την επιμονή του. [< αρχ. ἀπορῶ]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.