Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • απορώ [ἀπορῶ] α-πο-ρώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {απορείς ... | απόρ-ησα, απορ-ώντας, -ημένος}: δεν μπορώ να κατανοήσω, να εξηγήσω κάτι, δεν είμαι βέβαιος· μένω έκπληκτος: ~ μαζί του/με σένα/με τον εαυτό μου. ~εί γιατί δεν τον ειδοποίησαν. ~ πού το έχει το μυαλό του. ~ούν αν θα είναι όλα έτοιμα στην ώρα τους. Πβ. αναρωτιέμαι, διερωτώμαι.|| ~ησε, μόλις τον είδε. ~ησαν με τις γνώσεις του. Πβ. εκπλήσσομαι, ξαφνιάζομαι, παραξενεύομαι. ● ΦΡ.: απορώ και εξίσταμαι (λόγ.-εμφατ.): δοκιμάζω ισχυρή έκπληξη, αδυνατώ να κατανοήσω κάτι: ~ ~ με αυτά που λέτε/με τη νοοτροπία σας., απορώ και θαυμάζω (εμφατ.): για να δηλωθεί μεγάλη απορία ή κατάπληξη: ~εί και ~ει την επινοητικότητα πολλών αρχαίων λαών., είναι να απορεί κανείς: είναι άξιο απορίας: ~ ~ για την αντοχή του. ~ ~ που δεν τα κατάφερε.|| Είναι να απορείς με την επιμονή του. [< αρχ. ἀπορῶ]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.