Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αποσείω [ἀποσείω] α-πο-σεί-ω ρ. (μτβ.) {απέσει-σε κ. απόσει-σε, αποσεί-σει} (απαιτ. λεξιλόγ.): απαλλάσσομαι από δυσάρεστη, επιβαρυντική κατάσταση: ~σε την κατηγορία (πβ. αποποιείται). Προσπαθεί να ~σει (από πάνω του) τις (βαρύτατες) προσωπικές του ευθύνες.|| Κατάφεραν να ~σουν (= να αποτινάξουν) τον ξένο ζυγό. [< αρχ. ἀποσείω, γαλλ. secouer]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.