Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • αποστάτης1 [ἀποστάτης] α-πο-στά-της ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. αποστάτισσα κ. αποστάτρια}: πρόσωπο που έχει αποστατήσει: ~ και προδότης/στασιαστής. Βλ. εξωμότης. [< αρχ. ἀποστάτης]
  • αποστάτης2 [ἀποστάτης] α-πο-στά-της ουσ. (αρσ.): ΤΕΧΝΟΛ. εξάρτημα διαχωρισμού, διατήρησης αποστάσεων ή στερέωσης, συγκράτησης: γωνιακός/πλευρικός/στρογγυλός ~. ~ τιμονιού. ~ες αξόνων/τροχών. Μεταλλικοί/πλαστικοί ~ες. ~ες οπλισμού (σκυροδεμάτων)/πασσάλων. Βλ. ορθοστάτης. [< αγγλ. spacer]

εξωμότης

εξωμότης [ἐξωμότης] ε-ξω-μό-της ουσ. (αρσ.) (απαιτ. λεξιλόγ.) 1. αρνησίθρησκος. 2. (μτφ.) προδότης: αποστάτες και ~ες. ΣΥΝ. Ιούδας (1)

ορθοστάτης

ορθοστάτης [ὀρθοστάτης] ορ-θο-στά-της ουσ. (αρσ.) (λόγ.): κατακόρυφη βάση στήριξης: μεταλλικός ~. ~ βιβλίων (= βιβλιοστάτης)/ηχείων. Ανεμιστήρας με ~η. Πβ. σταντ. Βλ. αποστάτης2.|| (ΜΗΧΑΝ.) Σωληνωτοί ~ες. ~ες στηθαίων ασφαλείας. (ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ.) ~ αρχαίου κτιρίου (: λίθος τοποθετημένος όρθιος στο κάτω μέρος τοίχου οικοδομήματος). Βλ. στύλος.|| (ΓΥΜΝ.-ΑΘΛ.) Πάγκος με ~η. ~ες μπάρας/τένις.|| Αναπηρικό κάθισμα-~. Βλ. -στάτης. [< αρχ. ὀρθοστάτης ‘κάθετη δοκός, κίονας’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.