Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αποταμίευση [ἀποταμίευση] α-πο-τα-μί-ευ-ση ουσ. (θηλ.): ΟΙΚΟΝ. εξοικονόμηση χρηματικού ποσού ή τοποθέτηση του σε τίτλους, καταθέσεις· το ποσό που αξιοποιείται με αυτόν τον τρόπο: δημόσια/εθνική/ετήσια/ιδιωτική/λαϊκή/μακροπρόθεσμη/μηνιαία/συνταξιοδοτική/τραπεζική ~. Η ~ των νοικοκυριών. Αρνητική ~ (: το να ξοδεύει κάποιος περισσότερα από όσα εισπράττει). Κάνω ~ (= αποταμιεύω). Λογαριασμός ~ης (= αποταμιευτικός). Παγκόσμια Ημέρα ~ης (31 Οκτωβρίου). Πβ. αποθησαύριση.|| ~εύσεις και επενδύσεις (πβ. οικονομίες). Τόκοι ~εύσεων.|| (κατ' επέκτ.) ~ αερίου/ενέργειας/νερού. [< μεσν. αποταμίευσις 'αποθήκη', γαλλ. épargne, αγγλ. saving]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.