Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αποτελμάτωση [ἀποτελμάτωση] α-πο-τελ-μά-τω-ση ουσ. (θηλ.) (απαιτ. λεξιλόγ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποτελματώνω: οικονομική/πνευματική/πολιτική ~. Σε κατάσταση ~ης η έρευνα. Προβλήματα που οδηγήθηκαν σε ~ εξαιτίας της αδυναμίας εξεύρεσης λύσης. Πβ. αδράνεια, αδρανοποίηση, λίμνασμα, στασιμότητα, τέλμα, τελμάτωση. [< γαλλ. stagnation]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.