Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αποτεφρωτήριο [ἀποτεφρωτήριο] α-πο-τε-φρω-τή-ρι-ο ουσ. (ουδ.): χώρος αποτέφρωσης. Βλ. κρεματόριο, -τήριο.

κρεματόριο

κρεματόριο κρε-μα-τό-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {κρεματορί-ου}: αποτεφρωτήριο νεκρών (κυρ. παλαιότ., στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης). Βλ. θάλαμος αερίων. ΣΥΝ. φούρνος (4) [< γερμ. Krematorium]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.