αποτρίχωση [ἀποτρίχωση] α-πο-τρί-χω-ση ουσ. (θηλ.): αφαίρεση τριχών κυρ. από το ανθρώπινο σώμα ή πρόσωπο: ανώδυνη/βιολογική/μόνιμη/ολική/ριζική ~. ~ με ηλεκτρόλυση/λέιζερ. ~ ποδιών/στο μπικίνι. Κερί/κρέμα/συσκευή/ταινία ~ης. Βλ. ξύρισμα, φωτο~, φωτοθερμόλυση, χαλάουα.|| Σφαγή και ~ ζώου. [< μεσν. αποτρίχωσις 'ξύρισμα του κεφαλιού', γαλλ. épilation]
ξύρισμα
ξύρισμαξύ-ρι-σμα ουσ. (ουδ.) {ξυρίσμ-ατος} & (λαϊκό) ξούρισμα: κοπή των τριχών του σώματος ή του προσώπου με ξυράφι: απαλό/καθημερινό/κόντρα (: με αντίθετη προς τη φορά των τριχών κατεύθυνση, βαθύ)/πρωινό/στεγνό ~. Αφρός/(ανταλλακτικές) κεφαλές/κρέμα/(ηλεκτρική) μηχανή/σαπούνι/τζελ ~ατος. Λοσιόν για μετά το ~. Κόπηκε στο ~. Θέλει ~. Πρίζα ~ατος σε λουτρό.|| ~ των ποδιών (βλ. αποτρίχωση). ~ του κεφαλιού με την ψιλή (βλ. γουλί). ΣΥΝ. ξούρα ● Υποκ.: ξυρισματάκι (το): γρήγορο ξύρισμα. [< μεσν. ξύρισμα]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.