Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αποτρίχωση [ἀποτρίχωση] α-πο-τρί-χω-ση ουσ. (θηλ.): αφαίρεση τριχών κυρ. από το ανθρώπινο σώμα ή πρόσωπο: ανώδυνη/βιολογική/μόνιμη/ολική/ριζική ~. ~ με ηλεκτρόλυση/λέιζερ. ~ ποδιών/στο μπικίνι. Κερί/κρέμα/συσκευή/ταινία ~ης. Βλ. ξύρισμα, φωτο~, φωτοθερμόλυση, χαλάουα.|| Σφαγή και ~ ζώου. [< μεσν. αποτρίχωσις 'ξύρισμα του κεφαλιού', γαλλ. épilation]

ξύρισμα

ξύρισμαξύ-ρι-σμα ουσ. (ουδ.) {ξυρίσμ-ατος} & (λαϊκό) ξούρισμα: κοπή των τριχών του σώματος ή του προσώπου με ξυράφι: απαλό/καθημερινό/κόντρα (: με αντίθετη προς τη φορά των τριχών κατεύθυνση, βαθύ)/πρωινό/στεγνό ~. Αφρός/(ανταλλακτικές) κεφαλές/κρέμα/(ηλεκτρική) μηχανή/σαπούνι/τζελ ~ατος. Λοσιόν για μετά το ~. Κόπηκε στο ~. Θέλει ~. Πρίζα ~ατος σε λουτρό.|| ~ των ποδιών (βλ. αποτρίχωση). ~ του κεφαλιού με την ψιλή (βλ. γουλί). ΣΥΝ. ξούρα ● Υποκ.: ξυρισματάκι (το): γρήγορο ξύρισμα. [< μεσν. ξύρισμα]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.