Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αποφλοιωτής [ἀποφλοιωτής] α-πο-φλοι-ω-τής ουσ. (αρσ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. & αποφλοιωτήρας: εργαλείο ή συσκευή αποφλοίωσης: μηχανικός ~. ~ αμυγδάλων/λαχανικών (πβ. ξεφλουδιστήρι). ~ές και αποχυμωτές.|| ~ κορμών (δέντρων).|| ~ σύρματος (ΣΥΝ. απογυμνωτής). 2. εργάτης που είναι επιφορτισμένος με την αποφλοίωση (κορμών): ~ές και κλαδευτές/πριονιστές.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.