Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αποχαυνώνω [ἀποχαυνώνω] α-πο-χαυ-νώ-νω ρ. (μτβ.) {αποχαύνω-σε, αποχαυνώ-θηκα, -μένος} (απαιτ. λεξιλόγ.): αδρανοποιώ τις πνευματικές λειτουργίες κάποιου, τον κάνω νωθρό: Δημαγωγοί/εκπομπές που ~ουν τον κόσμο. Πβ. κλουβιάζω.|| Άπνοια/υγρασία που παραλύει και ~ει (= αποκοιμίζει, ζαλίζει, ναρκώνει). ~θηκα από την αφόρητη ζέστη (= ζαβλακώθηκα). ΣΥΝ. αποβλακώνω [< μεσν. αποχαυνώ] ΑΠΟΧΑΥΝΩΝΩ

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.