Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αποχωρητήριο [ἀποχωρητήριο] α-πο-χω-ρη-τή-ρι-ο ουσ. (ουδ.) (επίσ.): ειδικός χώρος για ούρηση και αφόδευση· τουαλέτα: ~ πελατών/προσωπικού. Δημόσια/δημοτικά/κοινόχρηστα ~α. Βιομηχανικά/κινητά/χημικά ~α. Πβ. βεσέ, καμπινές, μέρος, μπάνιο. Βλ. ουρητήριο, -τήριο. [< ιταλ. ritirata]

ουρητήριο

ουρητήριο [οὐρητήριο] ου-ρη-τή-ρι-ο ουσ. (ουδ.) (επίσ.-παλαιότ.): λεκάνη ούρησης σε δημόσιες τουαλέτες· (κατ' επέκτ.-κυρ. στον πληθ.) ο αντίστοιχος δημόσιος χώρος: ~ τοίχου.|| Ανδρικά ~α. Βλ. αποχωρη-, αφοδευ-τήριο. [< γαλλ. urinoir]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.