Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αποϋλοποίηση [ἀποϋλοποίηση] α-πο-ϋ-λο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΟΙΚΟΝ. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποϋλοποιώ: ~ μετοχών. Αξίες που έχουν κατατεθεί προς ~. 2. (σπάν.) απώλεια της υλικής διάστασης: ~ της εργασίας (που εισάγεται με τις νέες τεχνολογίες). [< γαλλ. dématérialisation]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.