Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • απόβρασμα [ἀπόβρασμα] α-πό-βρα-σμα ουσ. (ουδ.) {αποβράσμ-ατος | -ατα} (υβριστ.): άνθρωπος του υποκόσμου, άθλιος, ελεεινός: ~ατα της κοινωνίας (πβ. απόβλητα). Πβ. αλήτης, κάθαρμα, καθίκι, κανάγιας, κατακάθι, παλιάνθρωπος, ρεμάλι, τομάρι, χαμένο κορμί. Βλ. υπόκοσμος. [< μτγν. ἀπόβρασμα ‘αυτό που πετιέται έξω’, γαλλ. écume]

υπόκοσμος

υπόκοσμος[ὑπόκοσμος] υ-πό-κο-σμος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -όσμου}: ο κόσμος των κακοποιών, του οργανωμένου εγκλήματος, συνήθ. στις μεγαλουπόλεις: ~ της νύχτας. Άνθρωποι/τύποι του ~όσμου (πβ. πεζοδρόμιο). Έχει σχέσεις/έχει μπλέξει με τον ~ο. Βλ. απόβρασμα, κατακάθι, -κοσμος. [< αγγλ. underworld, 1900, γερμ. Unterwelt]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.