απόγειο [ἀπόγειο] α-πό-γει-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -είου} 1. (μτφ.) μέγιστο σημείο, ύψιστος βαθμός: στο ~ της ακμής/δόξας/επιτυχίας (πβ. μεσουράνημα). Έφτασε στο ~ της δύναμής του/της καλλιτεχνικής του δημιουργίας/της καριέρας του (ΑΝΤ. στο ναδίρ). Η τουριστική κίνηση βρίσκεται/είναι στο ~ό της. Περίοδος που αποτέλεσε το ~ των γραμμάτων/των τεχνών. Στο ~ό τους οι εκδηλώσεις για ... (ειρων.) Ο κυνισμός στο ~ό του (πβ. το άκρον άωτον)! Πβ. αποκορύφωμα, ζενίθ, κολοφώνας, πικ.2. ΑΣΤΡΟΝ. το πιο απομακρυσμένο σημείο της τροχιάς ουράνιου σώματος ή τεχνητού δορυφόρου από τη Γη: Η Σελήνη βρίσκεται κοντά στο ~. ΑΝΤ. περίγειο [< 1: γαλλ. apogée, αγγλ. apogee 2: μτγν. ἀπόγειον]
απόγειος , α/ος, ο [ἀπόγειος] α-πό-γει-ος επίθ.: (για άνεμο) που πνέει από τη στεριά προς τη θάλασσα: ~α/ος: αύρα. Πβ. στεριανός. Βλ. -γειος. [< αρχ. ἀπόγειος, ἀπoγεία (ἡ) ‘το στεριανό αεράκι’]
-γειος
-γειος, α, ο: λεξικό επίθημα επιθέτων ή ουσιαστικών που αναφέρονται στη γη: επί~/ισό~/υπέρ~/υπό~.|| Ανώ-/από-γειο. Η Μεσό~/υδρό~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.