Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • απόγονος [ἀπόγονος] α-πό-γο-νος ουσ. (αρσ. + θηλ.) {απογόν-ου | -ων, -ους} (λόγ.) 1. πρόσωπο που ακολουθεί κάποιον άλλο σε μια γενεαλογική σειρά: (για πρόσ.) πρώτος (: ο γιος)/δεύτερος (: o εγγονός)/τρίτος (: o δισέγγονος) ~. Άμεσοι/κατευθείαν/μακρινοί/φυσικοί ~οι. Οι εν ζωή/πραγματικοί/τελευταίοι ~οι της γενιάς των ... Δεν απέκτησε/δεν άφησε/δεν έφερε στον κόσμο ~ους (: δεν έκανε παιδιά). Πβ. γόνος. ΑΝΤ. πρόγονος.|| (στον πληθ. με άρθρο, οι μεταγενέστεροι). Πβ. οι κατιόντες. ΑΝΤ. οι παλ(α)ιοί.|| (ΒΟΤ.) Η διασταύρωση ειδών και τα χαρακτηριστικά των ~ων.|| (ZΩΟΛ.) ~οι πρώτης γενιάς ζώων. Βλ. -γονος. 2. (μτφ.) συνεχιστής: Οι ~οι των αρχαίων Ελλήνων/μιας δυναστείας (πβ. διάδοχοι, επίγονοι)/μιας κληρονομιάς/ενός πολιτισμού. Άξιος/γνήσιος ~ μιας παράδοσης (βλ. εκφραστής). (για εμπορικό προϊόν:) Το νέο μοντέλο είναι ~ του θρυλικού ... ● ΦΡ.: καλούς απογόνους!: ευχή σε νεόνυμφους να αποκτήσουν παιδιά: Να ζήσετε και ~ ~! [< αρχ. ἀπόγονος, γαλλ. descendant]

-γονος

-γονος: λεξικό επίθημα ουσιαστικών που αναφέρονται σε συγκεκριμένη σχέση καταγωγής: αρχέ~/επί~/πρό~. Οι από-γονοι (= οι επιγενόμενοι).|| Πρωτό~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.