απόγονος [ἀπόγονος] α-πό-γο-νος ουσ. (αρσ. + θηλ.) {απογόν-ου | -ων, -ους} (λόγ.) 1. πρόσωπο που ακολουθεί κάποιον άλλο σε μια γενεαλογική σειρά: (για πρόσ.) πρώτος (: ο γιος)/δεύτερος (: o εγγονός)/τρίτος (: o δισέγγονος) ~. Άμεσοι/κατευθείαν/μακρινοί/φυσικοί ~οι. Οι εν ζωή/πραγματικοί/τελευταίοι ~οι της γενιάς των ... Δεν απέκτησε/δεν άφησε/δεν έφερε στον κόσμο ~ους (: δεν έκανε παιδιά). Πβ. γόνος. ΑΝΤ. πρόγονος.|| (στον πληθ. με άρθρο, οι μεταγενέστεροι). Πβ. οι κατιόντες. ΑΝΤ. οι παλ(α)ιοί.|| (ΒΟΤ.) Η διασταύρωση ειδών και τα χαρακτηριστικά των ~ων.|| (ZΩΟΛ.) ~οι πρώτης γενιάς ζώων. Βλ. -γονος.2. (μτφ.) συνεχιστής: Οι ~οι των αρχαίων Ελλήνων/μιας δυναστείας (πβ. διάδοχοι, επίγονοι)/μιας κληρονομιάς/ενός πολιτισμού. Άξιος/γνήσιος ~ μιας παράδοσης (βλ. εκφραστής). (για εμπορικό προϊόν:) Το νέο μοντέλο είναι ~ του θρυλικού ... ● ΦΡ.: καλούς απογόνους!: ευχή σε νεόνυμφους να αποκτήσουν παιδιά: Να ζήσετε και ~ ~! [< αρχ. ἀπόγονος, γαλλ. descendant]
-γονος
-γονος: λεξικό επίθημα ουσιαστικών που αναφέρονται σε συγκεκριμένη σχέση καταγωγής: αρχέ~/επί~/πρό~. Οι από-γονοι (= οι επιγενόμενοι).|| Πρωτό~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.