Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • απόδημος , η, ο [ἀπόδημος] α-πό-δη-μος επίθ.: που έχει μεταναστεύσει μόνιμα στο εξωτερικό. ● Ουσ.: Απόδημοι (οι): απόδημοι Έλληνες: παλιννόστηση ~ήμων. ● ΣΥΜΠΛ.: απόδημος ελληνισμός βλ. ελληνισμός [< αρχ. ἀπόδημος]

ελληνισμός

ελληνισμός [ἑλληνισμός] ελ-λη-νι-σμός ουσ. (αρσ.) (συνήθ. με κεφαλ. Ε): το ελληνικό έθνος, οι Έλληνες σε όλον τον κόσμο και ειδικότ. οι ομογενείς: ο αρχαίος/μικρασιατικός/νέος/ποντιακός ~. Ο ~ της διασποράς. Πβ. ρωμιοσύνη.|| (Ακαδημία Αθηνών:) Κέντρον Ερεύνης του Μεσαιωνικού και Νέου ~ού. Κέντρον Ερεύνης της Ιστορίας του Νεωτέρου ~ού. Βλ. ανθ~, εξ~, -ισμός, φιλ~. ● ΣΥΜΠΛ.: απόδημος ελληνισμός: οι Έλληνες που διαμένουν μόνιμα εκτός της ελληνικής επικράτειας. Βλ. ΓΓΑΕ, ΣΑΕ., αλύτρωτος ελληνισμός βλ. αλύτρωτος [< πβ. μτγν. ἑλληνισμός ‘η σωστή χρήση της ελληνικής γλώσσας’, γερμ. Hellenismus, γαλλ. hellénisme, αγγλ. Hellenism]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.