απόδημος , η, ο [ἀπόδημος] α-πό-δη-μος επίθ.: που έχει μεταναστεύσει μόνιμα στο εξωτερικό. ● Ουσ.: Απόδημοι (οι): απόδημοι Έλληνες: παλιννόστηση ~ήμων. ● ΣΥΜΠΛ.: απόδημος ελληνισμός βλ. ελληνισμός [< αρχ. ἀπόδημος]
ελληνισμός
ελληνισμός [ἑλληνισμός] ελ-λη-νι-σμός ουσ. (αρσ.) (συνήθ. με κεφαλ. Ε): το ελληνικό έθνος, οι Έλληνες σε όλον τον κόσμο και ειδικότ. οι ομογενείς: ο αρχαίος/μικρασιατικός/νέος/ποντιακός ~. Ο ~ της διασποράς. Πβ. ρωμιοσύνη.|| (Ακαδημία Αθηνών:) Κέντρον Ερεύνης του Μεσαιωνικού και Νέου ~ού. Κέντρον Ερεύνης της Ιστορίας του Νεωτέρου ~ού. Βλ. ανθ~, εξ~, -ισμός, φιλ~. ● ΣΥΜΠΛ.: απόδημος ελληνισμός: οι Έλληνες που διαμένουν μόνιμα εκτός της ελληνικής επικράτειας. Βλ. ΓΓΑΕ, ΣΑΕ., αλύτρωτος ελληνισμός βλ. αλύτρωτος [< πβ. μτγν. ἑλληνισμός ‘η σωστή χρήση της ελληνικής γλώσσας’, γερμ. Hellenismus, γαλλ. hellénisme, αγγλ. Hellenism]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.