απόδοση [ἀπόδοση] α-πό-δο-ση ουσ. (θηλ.) 1. το παραγόμενο έργο σε σχέση με τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν, η αποτελεσματικότητα μιας ενέργειας με συγκεκριμένο στόχο: σχολική ~ (πβ. επίδοση). ~ υπαλλήλων στον χώρο εργασίας (πβ. παραγωγικότητα). Διατροφή και αθλητική/σωματική ~. ~ στο μάξιμουμ! Στο δεύτερο ημίχρονο έπεσε η ~ των παικτών. Πβ. αποδοτικότητα.|| (ΦΥΣ.-ΜΗΧΑΝΟΛ., η σχέση της ενέργειας που παράγεται ως προς εκείνη που καταναλώνεται από μηχανή:) Θερμική ~. Μέγιστη/μέση/συνολική (μηχανική) ~. ~ θέρμανσης/λέβητα. Αύξηση/βελτίωση της ~ης. Αξιολόγηση ~ης. Βαθμός/διάγραμμα/μετρητής/συντελεστής ~ης. Κινητήρας με ενισχυμένη/εξαιρετική/κορυφαία ~.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ λογισμικού/υπολογιστικών συστημάτων.2. ΟΙΚΟΝ. κέρδος, αποδοτικότητα: αναμενόμενη/εγγυημένη/ελάχιστη/τρέχουσα/ετήσια/καθαρή/μέγιστη/μέση/πραγματική/σωρευτική ~. Μερισματική/χρηματοοικονομική ~. ~ αγοράς/κεφαλαίου/πόρων (...%). Καταθέσεις με υψηλή ~. Ομόλογα σταθερής ~ης. Καμπύλη ~όσεων. Η ~ διαμορφώνεται στο ... %. Επένδυση που αποφέρει/εξασφαλίζει ~. Ο όμιλος αύξησε/βελτίωσε τις ~όσεις του. Μετοχές με εντυπωσιακές/κακές/καλές/μέτριες/χαμηλές ~όσεις.|| (στο ποδοσφαιρικό στοίχημα:) Σύγκριση ~όσεων. Βλ. υπερ~.3. προσδιορισμός των αιτίων, του υποκειμένου μιας ενέργειας· επίρριψη, καταλογισμός: ~ των προβλημάτων σε εξωγενείς παράγοντες (πβ. αναγωγή). Αμφισβητείται η ~ του θανάτου της σε πνευμονικό οίδημα. Πβ. πρόσδοση.|| ~ του πίνακα στον ... (: ως δημιουργό).|| ~ ευθυνών/κατηγοριών.4. ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. -ΛΟΓΙΣΤ. καταβολή ή επιστροφή οφειλόμενου ποσού: ~ δαπανών/λογαριασμού/φόρου/χρέους. ~ ΦΠΑ.(Ένταλμα πληρωμής) επί αποδόσει λογαριασμού.5. παράδοση, παροχή: ~ του έργου στην κυκλοφορία.|| (ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ.) ~ ΑΦΜ. ~ κινήτρων (για επενδύσεις)/τίτλου (ειδικότητας). ~ τιμών (= απότιση) από άγημα.|| ~ της αλήθειας/δικαιοσύνης (πβ. απονομή). Βλ. αντ~.6. αποτύπωση: άριστη ~ χρωμάτων. Ελεύθερη ~ των μορφών (πβ. απεικόνιση). Σκηνική ~ (πβ. σκηνοθεσία).7. μετάφραση, μεταφορά: ~ ξένων όρων στην Ελληνική. ~ στη δημοτική. Έμμετρη/σημασιολογική ~.|| Επιτυχής/παραστατική ~ του νοήματος. Πβ. διατύπωση, έκφραση.8. ερμηνεία, εκτέλεση: εμπνευσμένη ~ του ρόλου από τη μεγάλη πρωταγωνίστρια/του κομματιού από τον διάσημο πιανίστα.9. ΓΛΩΣΣ. η κύρια πρόταση ενός ανεξάρτητου υποθετικού λόγου (σχήμα υπόθεση-απόδοση). ● ΣΥΜΠΛ.: ενεργειακή απόδοση/αποδοτικότητα & ενεργειακή αποτελεσματικότητα: ΟΙΚΟΛ. εφαρμογή μέτρων και τεχνολογιών για την οικονομική χρήση των διαθέσιμων ενεργειακών πόρων: ~ ~ των κατασκευών/των κτιρίων/των (ηλεκτρικών) συσκευών. Απαιτήσεις/βελτίωση/ενίσχυση/πιστοποιητικό ~ής ~ης. Βλ. ανανεώσιμες/εναλλακτικές πηγές/μορφές ενέργειας, πράσινη χημεία. [< αγγλ. energy efficiency, 1972] , ελεύθερη μετάφραση/απόδοση βλ. μετάφραση, μερισματική απόδοση βλ. μερισματικός [< 1,2,4: γαλλ. rendement 3,6: αρχ. ἀπόδοσις 7: αγγλ. rendering 5,8,9: μτγν. ἀπόδοσις]
μερισματικός
μερισματικός, ή, ό με-ρι-σμα-τι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που σχετίζεται με το μέρισμα: ~ή: πολιτική (εταιρείας/τράπεζας). ~ά: έσοδα. ● ΣΥΜΠΛ.: μερισματική απόδοση: το μέρισμα ως ποσοστό της τρέχουσας χρηματιστηριακής τιμής ανά μετοχή για συγκεκριμένη χρονική περίοδο: μετοχές με υψηλές ~ές ~όσεις. ΣΥΝ. μερισματαπόδοση [< αγγλ. dividend yield]
μετάφραση
μετάφραση με-τά-φρα-ση ουσ. (θηλ.) 1. η διαδικασία απόδοσης προφορικού ή γραπτού λόγου σε άλλη γλώσσα ή μορφή της ίδιας γλώσσας· κυρ. συνεκδ. το αποτέλεσμά της που μπορεί να είναι κείμενο, πρόταση, φράση, λέξη ή όρος: ~ από και προς τα Ισπανικά. Επίσημη ~ στα Ελληνικά ξένων τίτλων σπουδών (: από αρμόδια Αρχή του Υπουργείου Εξωτερικών, προξενείο, δικηγόρο). Ευθεία ή αντίστροφη ~ (: από ξένη ή νεκρή σε φυσική γλώσσα ή το αντίστροφο)/διαγλωσσική/κατά λέξη ή πιστή ~. Βραβείο λογοτεχνικής ~ης. Διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γραμματείας από ~ (βλ. πρωτότυπο). Πβ. διερμηνεία, μεταγλώττιση.|| Η ~ των Εβδομήκοντα (: της Παλαιάς Διαθήκης από την εβραϊκή στην ελληνιστική κοινή). ~άσεις έργων του ... Πβ. μεταγραφή, μετάφρασμα.2. ΒΙΟΛ. σύνθεση πρωτεΐνης στα κυτταρικά ριβοσώματα, με αποκωδικοποίηση της πληροφορίας του αγγελιοφόρου Αρ-Εν-Έι (mRNA). 3. ΠΛΗΡΟΦ. μετατροπή προγράμματος από μία γλώσσα προγραμματισμού σε άλλη ή δεδομένων από έναν κώδικα σε άλλον. ● ΣΥΜΠΛ.: αυτόματη μετάφραση & μηχανική μετάφραση: που γίνεται μέσω ειδικού λογισμικού. [< γαλλ. traduction automatique, αγγλ. machine translation, 1949] , ελεύθερη μετάφραση/απόδοση: που δίνει τη γενική ιδέα ενός κειμένου, μιας πρότασης ή φράσης: σε ~ ~. Βλ. διασκευή, παράφραση. [< γαλλ. traduction libre] , ενδογλωσσική μετάφραση βλ. ενδογλωσσικός [< 1: μτγν. μετάφρασις ‘παράφραση, εξήγηση’, γαλλ. traduction 2: αγγλ. translation, 1963 3: αγγλ. transcoding, 1962]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.