Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • απόληψη [ἀπόληψη] α-πό-λη-ψη ουσ. (θηλ.) 1. ΟΙΚΟΝ. είσπραξη, παραλαβή τμήματος ή ολόκληρου του ποσού που δικαιούται κάποιος: ~ επιδόματος/κερδών/υψηλότερων αποδοχών. Δικαίωμα προς ~ μερίσματος/τόκου. Χρηματικές ~ήψεις από τα κοινοτικά ταμεία. 2. (επιστ.) εξαγωγή μετά από διαδικασία: ~ πετρελαίου/χρυσού (πβ. εξόρυξη). Πετρώματα κατάλληλα για ~ αδρανών υλικών. ~ήψεις νερού με γεώτρηση/από τον ταμιευτήρα. [< 1: μτγν. ἀπόληψις ‘καταβολή, απόδοση οφειλής’ 2: αγγλ. recovery]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.