Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


απόξεση

απόξεση[ἀπόξεση] α-πό-ξε-ση ουσ. (θηλ.) & απόξυση 1. ΙΑΤΡ. καθαρισμός πάσχοντος οργάνου ή κοιλότητας με ξέστρο: διαγνωστική/θεραπευτική ~. ~ ενδομητρίου (: λόγω παλίνδρομης κύησης ή ως έκτρωση). Βλ. δερματο~.|| Ριζική ~ (: για τη θεραπεία της περιοδοντίτιδας). ~ φατνίου. 2. ΤΕΧΝΟΛ. καθάρισμα ή λείανση επιφάνειας με ξύσιμο: ~ προεξοχών. Πβ. εκτριβή. [< 1: γαλλ. curetage 2: γαλλ. grattage]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.