Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • απόρθητος , η, ο [ἀπόρθητος] α-πόρ-θη-τος επίθ. 1. που δεν έχει ή δεν είναι δυνατό να κυριευθεί: ~ο: κάστρο/οχυρό/τείχος. Απάτητη και ~η (από τους εχθρούς) πόλη. Πβ. άπαρτος.|| (μτφ.) ~ο φρούριο θυμίζει η πρωτεύουσα ενόψει του συλλαλητηρίου (: έχουν ληφθεί ισχυρά μέτρα ασφαλείας). 2. (μτφ.) ανίκητος, ανυποχώρητος: ~η: άμυνα/εστία (ποδοσφαιρικής ομάδας, που δεν έχει δεχτεί γκολ). [< 1: αρχ. ἀπόρθητος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.